παρευδιάζομαι

παρευδιάζομαι
Α
ζω ήρεμα και αρμονικά με τους γείτονες μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + εὐδιάζω / -ομαι «γαληνεύω, ησυχάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρευδιαζόμενοι — παρευδιάζομαι live at peace with one s neighbours pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρευδιαστής — ὁ, Α [παρευδιάζομαι] είδος πτηνών που ζούσαν στο νερό και έβγαιναν στην ξηρά σε περίοδο καλοκαιρίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”